- ἀδοκήτῳ
- ἀδόκητοςunexpectedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
немьнимыи — (1*) пр. Немьнима˫а жен. в роли с. Непредвиденность, неожиданность: ими же доблии болѣзновавъ. и немнимою ѹ˫азвивъс˫а. не ѿло||жениѥмь. ни на лѣ(т) исправлѥниѥ ѡставл˫аѧ. (τῷ ἀδοκήτῳ) ЖФСт XII, 53 об.–54. Ср. мьнимыи … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιρρωννύω — (AM ἐπιρρώννυμι και ἐπιρρωννύω) [ρώννυμι] 1. προσθέτω δύναμη, ενισχύω, δίνω θάρρος, ενθαρρύνω («ἐξαπίνης ἀναφανείς... τοὺς μέν τῷ ἀδοκήτῳ ἐξέπληξε, τοὺς δέ... μᾱλλον ἐπέρρωσεν», Θουκ.) 2. (στο παθ. ο παρακμ. ἐπέρρωμαι και ο υπερσ. ἐπερρώμην αντί… … Dictionary of Greek